Το έθιμο του ρακοκάζανου θεσμοθετήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1920, οπότε και δόθηκαν ειδικές άδειες σε αγρότες με στόχο την οικονομική ενίσχυσή τους μέσα από την παραγωγή τσικουδιάς.
Η τσικουδιά είναι ποτό μονής απόσταξης, σε αντίθεση με το ούζο και το τσίπουρο. Τα στράφυλλα ή τσίκουδα, δηλαδή τα πατημένα σταφύλια (φλούδια και σπόροι) που προορίζονται για την τσικουδιά, μετά το πάτημα φυλάσσονται για περίπου 40 μέρες σε βαρέλια όπου «βράζουν» γίνεται η ζύμωση.
Καζάνι
Όταν έρθει η ώρα του καζανιού, η παραγωγή της τσικουδιάς, τα στράφυλλα μπαίνουν στο καζάνι μαζί με νερό.. Από κάτω ανάβουμε την φωτιά με ξύλα, όπου και τα στράφυλλα αρχίζουν να ψιλοβράζουν. Η φωτιά δεν πρέπει να ναι ούτε πολύ δυνατή ούτε χαλαρή. Η ένταση της είναι σημαντική ώστε να μην τσουδίστουν (καούν) τα στράφυλλα και η τσικουδιά καπνιστεί, και πάρει δηλάδή μια άσχημη μυρωδιά.
Καθώς το καζάνι αρχίζει να βράζει, σταγόνα σταγόνα αρχίζει να ρέει το πρώτο σώμα του αποστάγματος, το πρωτοράκι, πολύ δυνατή ρακή, σκέτο οινόπνευμα. Όσο συνεχίζεται η απόσταξη, η τσικουδιά παίρνει τις σωστές αναλογίες και βαθμούς. Συνήθως το καζάνι <<κλείνει>> περίπου στου 40αλκοολικούς βαθμούς.
Η καλή τσικουδιά είναι η βασίλισσα των ποτών, γιατί εκτός από απόλαυση, αφενός είναι αγνή, δηλαδή δεν έχει χρωστικές ουσίες και βιομηχανικές αλκοόλες (οινόπνευμα που παράγεται από πατάτες ή ζαχαρότευτλά κ.α.) και αφετέρου παρέχει αγχολυτικές και χαλαρωτικές ιδιότητες με συνέπεια να μας ευφραίνει την καρδιά και το πνεύμα, να μας απολύει από τις βασανιστικές σκέψεις, άρα να μας ξεκουράζει, να διεγείρει την όρεξη, τη χώνεψη και τη θέρμη του σώματός μας.